- εκστατικός
- -ή, -ό (AM ἐκστατικός, -ή, -όν)μσν.- νεοελλ.αυτός που βρίσκεται σε έκσταση, σε θαυμασμό, σε θάμβος, ο κατάπληκτοςμσν.αυτός που γίνεται με έκστασηαρχ.1. αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από κάτι, ο άστατος (αντίθ. εμμενετικός)2. αυτός που χάνει την αυτοκυριαρχία του, που γίνεται έξω φρενών, ο ευερέθιστος3. ενεργ. ο ικανός για μετατόπιση ή μετακίνηση4. (μτβ.) αυτός που προκαλεί διασάλευση φρενών.
Dictionary of Greek. 2013.