εκστατικός

εκστατικός
-ή, -ό (AM ἐκστατικός, -ή, -όν)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται σε έκσταση, σε θαυμασμό, σε θάμβος, ο κατάπληκτος
μσν.
αυτός που γίνεται με έκσταση
αρχ.
1. αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από κάτι, ο άστατος (αντίθ. εμμενετικός)
2. αυτός που χάνει την αυτοκυριαρχία του, που γίνεται έξω φρενών, ο ευερέθιστος
3. ενεργ. ο ικανός για μετατόπιση ή μετακίνηση
4. (μτβ.) αυτός που προκαλεί διασάλευση φρενών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐκστατικός — inclined to depart from masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκστατικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που βρίσκεται σε έκσταση. 2. κατάπληκτος, εμβρόντητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκστατικά — ἐκστατικός inclined to depart from neut nom/voc/acc pl ἐκστατικά̱ , ἐκστατικός inclined to depart from fem nom/voc/acc dual ἐκστατικά̱ , ἐκστατικός inclined to depart from fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκστατικώτερον — ἐκστατικός inclined to depart from adverbial comp ἐκστατικός inclined to depart from masc acc comp sg ἐκστατικός inclined to depart from neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκστατικῶν — ἐκστατικός inclined to depart from fem gen pl ἐκστατικός inclined to depart from masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκστατικόν — ἐκστατικός inclined to depart from masc acc sg ἐκστατικός inclined to depart from neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκστατικαί — ἐκστατικός inclined to depart from fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκστατικοῖς — ἐκστατικός inclined to depart from masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκστατικοί — ἐκστατικός inclined to depart from masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκστατικοῦ — ἐκστατικός inclined to depart from masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”